συνεπιταχύνω

συνεπιταχύνω
Α [ἐπιταχύνω]
1. επιταχύνω κι εγώ («συνεπιταχύνειν τὴν κίνησιν», Πλούτ.)
2. επισπεύδω κάτι από κοινού ή συγχρόνως με άλλον («ὥστε τὸν μὲν Ἄγιν συνεξορμᾱν καὶ συνεπιταχύνειν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεπιταχύνειν — συνεπιταχύ̱νειν , συνεπιταχύνω join in hastening pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιταχύνων — συνεπιταχύ̱νων , συνεπιταχύνω join in hastening pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”